μεταλλεύσιμος

μεταλλεύσιμος
-η, -ο [μετάλλευση]
αυτός που μπορεί να δώσει μετάλλευμα, αυτός από τον οποίο μπορεί κάποιος να εξορύξει μέταλλο, εκμεταλλεύσιμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”